- εκλαμψία
- η мед. эклампсия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… … Dictionary of Greek
εκλαμψία — η (ιατρ.), αρρώστια που προσβάλλει γυναίκες που είναι έγκυες ή που γεννούν ή που είναι λεχώνες, και εκδηλώνεται με κρίσεις σπασμών και απώλεια συνείδησης και αισθητικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλαμπτικός — ή, ό (AM ἐκλαμπτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην εκλαμψία 2. αυτός που προσβλήθηκε από εκλαμψία αρχ. αυτός που έχει τη δύναμη να λάμπει … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
προεκλαμψία — η, Ν ιατρ. τοξική κατάσταση τής εγκυμοσύνης που χαρακτηρίζεται από αυξημένη αρτηριακή πίεση, λευκωματουρία, ανώμαλη αύξηση βάρους και οιδήματα και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εκλαμψία … Dictionary of Greek
ψευδοουραιμία — και ψευδουραιμία, η, Ν ιατρ. κλινική εικόνα ουραιμίας, που οφείλεται όμως σε οίδημα ή σε ισχαιμία τού εγκεφάλου, σε υπονατριαιμία ή σε εκλαμψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ουραιμία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudouremie] … Dictionary of Greek
Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος … Dictionary of Greek